Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η προσεδάφιση

См. также в других словарях:

  • προσεδάφιση — η, Ν [προσεδαφίζω] κάθοδος πτητικής μηχανής ή διαστημικού οχήματος στο έδαφος τής Γης ή άλλου ουράνιου σώματος …   Dictionary of Greek

  • προσεδάφιση — η η προσγείωση, το κατέβασμα ενός αεροσκάφους ή διαστημοπλοίου στη γη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… …   Dictionary of Greek

  • προσγείωση — η, Ν 1. (αεροπ.) επάνοδος πτητικής μηχανής, λ.χ. αεροσκάφους, ή διαστημικού οχήματος, στο έδαφος τής Γης, αλλ. προσεδάφιση στη Γη 2. προσέγγιση στη στεριά 3. μτφ. επαναφορά στην πραγματικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσγειώνω. Η λ., στον λόγιο τ.… …   Dictionary of Greek

  • σεληνάκατος — η, Ν τμήμα διαστημοπλοίου και ιδίως τού αμερικανικού «Απόλλων», σχεδιασμένο κατάλληλα για προσεδάφιση στη Σελήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + άκατος «μικρό σκάφος» (πρβλ. ατμ άκατος, βενζιν άκατος)] …   Dictionary of Greek

  • προσγείωση — η κάθοδος στη γη, προσεδάφιση: Είναι δύσκολη η προσγείωση των αεροπλάνων με την ομίχλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»