-
1 посадка
посадка ж 1) (растений) το φύτευμα, η φύτευση 2) η επιβίβαση (на поезд, пароход) 3) (самолёта) η προσγείωση 4) (летающего аппарата) η προσεδάφιση· το προσθαλάσσωση (приводнение)· совершить мягкую \посадкау προσεδαφίζομαι ομαλά* * *ж1) ( растений) το φύτευμα, η φύτευση2) η επιβίβαση (на поезд, параход)3) ( самолёта) η προσγείωση4) ( летающего аппарата) η προσεδάφιση; το προσθαλάσσωση ( приводнение)соверши́ть мя́гкую поса́дку — προσεδαφίζομαι ομαλά
-
2 посадка
1. (самолета) η προσγείωσηосуществлять - у εκτελώ την -, προσγειώνομαι2. (на самолёт, судно) η επιβίβαση 3. маш. η εφαρμογή, η άρμωση 4. горн. η καθίζηση- кровли - της οροφής 5 с.-х. η φύτευση, το (εμ)φύτευμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > посадка
-
3 приземление
η προσγείωση, η προσεδάφιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приземление
-
4 приземление
-я ουδ.προσγείωση•приземление самолта προσγε ίωση αεροπλάνου•
приземление парашютистов προσεδάφιση αλεξιπτωτιστών.
См. также в других словарях:
προσεδάφιση — η, Ν [προσεδαφίζω] κάθοδος πτητικής μηχανής ή διαστημικού οχήματος στο έδαφος τής Γης ή άλλου ουράνιου σώματος … Dictionary of Greek
προσεδάφιση — η η προσγείωση, το κατέβασμα ενός αεροσκάφους ή διαστημοπλοίου στη γη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… … Dictionary of Greek
προσγείωση — η, Ν 1. (αεροπ.) επάνοδος πτητικής μηχανής, λ.χ. αεροσκάφους, ή διαστημικού οχήματος, στο έδαφος τής Γης, αλλ. προσεδάφιση στη Γη 2. προσέγγιση στη στεριά 3. μτφ. επαναφορά στην πραγματικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσγειώνω. Η λ., στον λόγιο τ.… … Dictionary of Greek
σεληνάκατος — η, Ν τμήμα διαστημοπλοίου και ιδίως τού αμερικανικού «Απόλλων», σχεδιασμένο κατάλληλα για προσεδάφιση στη Σελήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + άκατος «μικρό σκάφος» (πρβλ. ατμ άκατος, βενζιν άκατος)] … Dictionary of Greek
προσγείωση — η κάθοδος στη γη, προσεδάφιση: Είναι δύσκολη η προσγείωση των αεροπλάνων με την ομίχλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)